απροσδιόριστος

απροσδιόριστος
η , ο [ος , ον ] неопределённый; точно не установленный;

η δίκη είναι απροσδιόριστοςη — день судебного процесса точно не установлен


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απροσδιόριστος" в других словарях:

  • ἀπροσδιόριστος — undefined masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απροσδιόριστος — η, ο (AM ἀπροσδιόριστος, ον) αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να προσδιοριστεί νεοελλ. εκείνος για τον οποίο δεν έχει οριστεί προθεσμία …   Dictionary of Greek

  • απροσδιόριστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν προσδιορίστηκε ή δεν μπορεί να προσδιοριστεί: Η δίκη τους ήταν ακόμη απροσδιόριστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπροσδιορίστως — ἀπροσδιόριστος undefined adverbial ἀπροσδιόριστος undefined masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδιόριστον — ἀπροσδιόριστος undefined masc/fem acc sg ἀπροσδιόριστος undefined neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδιορίστοις — ἀπροσδιόριστος undefined masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδιορίστου — ἀπροσδιόριστος undefined masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδιορίστους — ἀπροσδιόριστος undefined masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδιορίστων — ἀπροσδιόριστος undefined masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδιορίστῳ — ἀπροσδιόριστος undefined masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσδιόριστα — ἀπροσδιόριστος undefined neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»